- προείρηκα
- προείρηκα s. προλέγω.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
προείρηκα — προερέω say beforehand perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειρήκασι — προειρήκᾱσι , προερέω say beforehand perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προειρήκασιν — προειρήκᾱσιν , προερέω say beforehand perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προείρηκ' — προείρηκα , προερέω say beforehand perf ind act 1st sg προείρηκε , προερέω say beforehand perf imperat act 2nd sg προείρηκε , προερέω say beforehand perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)